Πες μου λίγο. Είσαι από αυτούς που πιστεύουν ότι η πρώτη εντύπωση είναι και η σωστή ή πιστεύεις ότι μια περίεργη αρχή δε σημαίνει απαραίτητα κάτι;
Στην προηγούμενη ανάρτηση (που λάτρεψες παρεάκι! Ουάου!!!Gracias) υποσχέθηκα ταξίδι στην Αντίπαρο. 🙂 Αυτό των αναμνήσεων, των εντυπώσεων, της γεύσης που μένει στο τέλος.
Σε αυτή τη σημερινή διαδρομή, δε μιλάω για ένα άρθρο σαν έναν τουριστικό οδηγό. Είναι μια εμπειρία. Αλλιώτικο πράγμα και ζόρικο! 🙂 Αν έχεις αδυναμία στο νησί ή έχεις ρίζες από εκεί, στις επόμενες παραγράφους μη φύγεις! Διάβασέ το όλο.
Είχα πει, δε θα ξαναπατούσα το πόδι μου στο νησί. 🙂 Είχα πει, ότι μου έδωσε τη χειρότερη εντύπωση, ότι απορούσα τι του έβρισκαν και σιγά το μέρος τέλος πάντων.
Μια Παλιά Ιστορία
Ήταν που λες μια χρονιά που είχαμε πάει με τον Δημήτρη Πάρο, πολύ πριν γίνουμε γονείς. Λίγο μετά το 2000. Είμαστε Αύγουστο στο νησί, περνούσαμε υπέροχα και είχε αρχίσει να ακούγεται έντονα η Αντίπαρος. Ιδιαίτερη, λατρεύεται αμέσως, ο Τομ Χανκς την λατρεύει, πρέπει να τη δεις… τέτοια σχόλια λαμβάναμε από παντού. Ε, φυσικά και θα πηγαίναμε! Τι καλύτερο από το να γιορτάσουμε την επέτειο της σχέσης μας εκεί; Αύγουστος , συγκεκριμένα παραμονή Δεκαπενταύγουστου και μια γιορτή για τον έρωτα σε ένα νησί που σί γου ρα θα μας κέρδιζε.
Ξυπνάμε κεφάτοι και ξεκινάμε για την τέλεια μέρα μας. Φουλ ερωτευμένοι σε μικρό, ανεξερεύνητο Κυκλαδίτικο νησί. Παίρνουμε και το αυτοκίνητο μαζί για να τη γυρίσουμε τσακ μπαμ. Το βράδυ είχε επιστροφή.
Μόλις φτάνουμε στο λιμάνι της Αντιπάρου, ρωτάμε πού να παρκάρουμε και χωρίς ιδιαίτερα φιλόξενη διάθεση μας υποδεικνύουν ένα κομμάτι στο λιμάνι. Εκεί εξάλλου είδαμε, να παρκάρουν αρκετοί που βγήκαν από το καράβι, όπως εμείς. Κράτα το αυτό.
Ξεκινάμε την περατζάδα στον κεντρικό πεζόδρομο, πεινάμε κιόλας, ώρα πρωινού εξάλλου και καφέ. Καθόμαστε σε ένα ωραίο καφέ, πολύ γνωστό έως σήμερα. Περιμένουμε αδικαιολόγητα τουλάχιστον 45′ για να δώσουμε παραγγελία σε αγέλαστο προσωπικό, που έμοιαζε να μας κάνει χάρη ακόμη και για τον αέρα που αναπνέαμε.
Πολλά μαγαζιά τριγύρω δεν υπήρχαν και όταν περπατήσαμε απογοητευμένοι λίγο για το πώς ξεκίνησε η επίσκεψή μας, ψάχναμε πού αλλού να πάμε. Σοκάκια να γυρίσουμε, να έχουν κάτι να δούμε, δε συναντήσαμε. Αλλά είμασταν και είμαστε θετικοί άνθρωποι. “Οκ” λέμε οι φουλ ερωτευμένοι και σε ημέρα επετείου ή κάτι δεν έχουμε καταλάβει εμείς ή πολύς ντόρος για το τίποτα ή απλά είχαμε μεγάλες προσδοκίες με όλα αυτά που είχαμε ακούσει. Πάμε να πάρουμε το αυτοκίνητο να ξεκινήσουμε τη διαδρομή μας για την εξερεύνηση του νησιού.
Πλησιάζουμε και τι να δούμε…κλήση για παράνομο παρκάρισμα. Όλοι στη σειρά, όλοι αυτοί που 2 ώρες πριν είχαμε επισκεφθεί το νησί, φάγαμε κλήση. Σκέψου το δηλαδή! Πολύ λογικό να περιμένεις τους επισκέπτες του νησιού σου για να τους γράψεις πρωινιάτικα εκεί που τους υπέδειξες να παρκάρουν. Κυρίως, πολύ καλό για τον τουρισμό. Μετά την πρώτη σαστιμάρα, φεύγουμε και πάμε σε γραφεία του νησιού για να τους εξηγήσουμε τι συνέβη, μήπως και αναθεωρήσουν. Ψάχνουμε λοιπόν οι φουλ ερωτευμένοι που κανονικά θα γιορτάζαμε τώρα, έναν υπεύθυνο. Αλλά τα πάντα ήταν κλειστά. Επειδή ήταν παραμονή Δεκαπενταύγουστου. Ρωτήσαμε ντόπιους, αδιάφοροι εντελώς. Έχω αρχίσει να φορτώνω. Έναν χαμογελαστό ντόπιο δεν είχαμε ακόμη συναντήσει.
Άντε, πάμε να βρούμε καμιά παραλία, να απλώσουμε τα ερωτευμένα κορμιά μας, να αφήσουμε το κυματάκι να πάρει το πρωινό φαρμάκι. Για να μην τα πολυλογώ. Παραλία άξια λόγου δε βρίσκαμε κι είχαμε ήδη γυρίσει το μισό νησί. Αρχίσαμε να απορούμε, αν απλά δε μας σήκωνε το κλίμα ρε παιδί μου , αν σίγουρα για το ίδιο νησί μας έλεγαν όλοι και τι έκανε τον Τομ Χανκς να διαφημίζει σε όλο τον κόσμο ένα νησί που οι κάτοικοί του δεν χαμογελούν! Εκτός αν χαμογελούσαν μόνο σε εκείνον. Ή δε χαμογελούσαν μόνο σε εμάς. 🙂
Αποφασίσαμε να επισκεφθούμε το φημισμένο σπήλαιο του νησιού και για μια στιγμή σκέφτηκα μήπως με τόση γκαντεμιά, αφήσω τα κοκκαλάκια μου σε αφιλόξενο τόπο. Χαχα. Αστειεύομαι. Εκεί ήταν όμως που αποζημιωθήκαμε. 🙂
Υπέροχο, μαγευτικό, λατρεύω τα σπήλαια, με έκανε να ηρεμήσω. Εντυπωσιακοί σταλακτίτες, σταλαγμίτες, χαραγμένες επιγραφές από μεγάλες προσωπικότητες (ακόμη και από το βασιλιά Όθωνα!). Ένας τεράστιος σταλαγμίτης που βλέπεις μόλις μπαίνεις, είναι απίστευτα επιβλητικός! Τίποτα όμως δεν είναι τυχαίο, γιατί είναι ο αρχαιότερος στην Ευρώπη και βρίσκεται εκεί 45.000.000 χρόνια! Εξωτερικά του σπηλαίου υπάρχουν δυο εκκλησάκια, με τον Άη Γιάννη να είναι το γνωστότερο. Είναι πραγματικά ένας πολύ όμορφος χώρος!
Εκεί λοιπόν τα ξεχάσαμε όλα, όσο ανακαλύπταμε τη μαγεία που έχει η ενέργεια κάποιων χώρων.
Με διάθεση να μη ψάξουμε παραπάνω, αφού δεν είχαμε ενθουσιαστεί, καταλήξαμε απελπισμένοι σε μια παραλία, δε θυμάμαι το όνομά της, που είχε δυο “μικρά” προβληματάκια.
Δεν το είχαμε προσέξει, αλλά όταν άρχισε να μου μυρίζει κάτι πολύ άσχημο και να έχω κάτι μικρά σαν κουνουπάκια σε πληθώρα κοντά μου, το βρήκαμε. Λίγα μέτρα πίσω από την αμμουδιά, είχε έλος.
Δε φτάνει αυτό, είχαμε βρεθεί άθελά μας σε παραλία με πολλούς γυμνιστές. 😀 Δεν έχω πρόβλημα, τους ζηλεύω κιόλας για την άνεσή τους, αλλά ήταν λίγο περίεργο να είμαστε κάποιοι με μαγιό και άλλοι ούτε με φύλλο συκής. 😀 Δε θα συνεχίσω τα ευτράπελα της παραμονής μας σε αυτή την αμμουδιά. Θα γελούσες σίγουρα παρεάκι με τις περιγραφές μου, αλλά λέω να μην το τολμήσω. 😛
Ε, δεν τα χαλαρώσαμε για πολύ τα ερωτευμένα κορμιά μας που είχαν επέτειο. Τα μαζέψαμε τα μπογαλάκια μας και αντί να πάμε σε άλλη παραλία, είπαμε με μεγάλη σιγουριά ότι στην Αντίπαρο δεν πρόκειται να ξαναπάμε. Με τίποτα!
Στο Σήμερα
Όταν ξεκινήσαμε φέτος για Πάρο, σκεφτόμουν ένα οδηγό ταξί που συνάντησα τον χειμώνα που μας πέρασε. Κάπως προέκυψε η κουβέντα, η καταγωγή του από Αντίπαρο, του εξομολογήθηκα την κακή εμπειρία, αλλά του διευκρίνισα ότι όποιον έχω συναντήσει που έχει πάει Αντίπαρο, μου λέει τα καλύτερα. Ίσως ήμουν απλά άτυχη. Ήταν γλυκός κι ειλικρινής. «Ξέρω τι λες» μου είπε. «Πίστεψέ με, αν πας τώρα, δε θα είναι καθόλου έτσι. Αυτός που έδινε τις κλήσεις, το είχε σύστημα. Επαναστατήσαμε και έφυγε. Ξαναπήγαινε σε παρακαλώ με την πρώτη ευκαιρία και θα με θυμηθείς.»
Αλήθεια ή όχι δεν ξέρω. Αλλά τον θυμήθηκα. 🙂
Πήραμε το καραβάκι από Πούντα. Με αυτοκίνητο πάλι. Για μια νέα εξερεύνηση. 🙂
Με ελάχιστο κόστος βρεθήκαμε στο τσακ μπαμ στην Αντίπαρο. Για μεσημεριανό και ένα απογευματινό μπανάκι. Δεν προλαβαίναμε κάτι άλλο με τα παιδιά.
Ήδη το μάτι μας είχε ενθουσιαστεί με τους kite surfers που υπήρχαν στις δυο άκρες των δυο νησιών.
Παρ’όλη τη τόσο γρήγορη μετάβαση από το ένα νησί στο άλλο, το οπτικό μας πεδίο χόρτασε το ζωηρό μπλε της θάλασσας, τα πάρα πολλά κότερα και τους kite ή μη surfers.
Το Ρευματονήσι στα δεξιά όπως πλησιάζεις το λιμάνι, είναι αξιοζήλευτο. ‘Ενας μικρός καταπράσινος παράδεισος! ♥
Το λιμάνι για μένα δηλώνει λίγο αυτό που είναι τελικά η Αντίπαρος. Είναι τόπος αντιθέσεων. Είναι λίγο ασυμβίβαστος και σε προειδοποιεί. “Δε θα σε εντυπωσιάσω ίσως, όπως κάνουν οι άλλοι, αλλά δε θα με ξεχάσεις”. Γραφικό, με αρκετά ψαροκάικα, ένα εκκλησάκι για καλωσόρισμα, μια σειρά από παραλιακά καταστήματα. Κυρίως ταβέρνες και καφετέριες. Ήταν πιο…ζωηρό και χαμογελαστό από την πρώτη φορά που το είδα.
Αφού παρκάραμε κάπου με ασφάλεια κι ας είχαμε βρει θέση πιο κοντά στο λιμάνι (ξέρεις αυτό με το χυλό και το γιαούρτι), κατευθυνθήκαμε στον κεντρικό πλακόστρωτο πεζόδρομο, ακριβώς απέναντι από το λιμάνι. Εκεί θα τους δεις όλους εκείνους που βρίσκονται στο νησί, αν δεν είναι σε κάποια παραλία.
Η πρώτη μας κουβέντα ήταν «αυτό είναι άλλο νησί!». Πολύ περισσότερο ανεπτυγμένο, με πολύ περισσότερο κόσμο. Τότε συνειδητοποίησα, πόσα χρόνια έχουν περάσει από την πρώτη επίσκεψη.
Άρχισα να παρατηρώ ομοιότητες και διαφορές, ενώ δεν έχανα ευκαιρία για όμορφες φωτογραφίες πότε με τα παιδιά και τον Δημήτρη, πότε με λεπτομέρειες του περιβάλλοντος που μου «έλεγαν» κάτι.
Είχα ξεχάσει πόσες βουκαμβίλιες έχει αυτός ο δρόμος; Γιατί αυτό από μόνο του, με έκανε να νιώθω ευτυχία και ευλογία, που βρισκόμουν εκεί.
Τα παιδιά αμέσως ένιωσαν οικεία, άρχισαν να τρέχουν όπου έβλεπαν κάτι ενδιαφέρον. Ο Στέφανος περισσότερο. Η Δωροθέα ήταν χαρούμενη που ανακατευόταν με τον κόσμο και περπατούσε ανεξάρτητη σαν βιαστική έφηβη που θέλει να βρει την παρέα της. 🙂
Προσπεράσαμε το γνωστό μαγαζί με φαντάσματα του παρελθόντος φορτωμένο (χαχα), αφού παρατήρησα ότι εξακολουθεί να είναι το ίδιο όμορφο αισθητικά, όπως τότε. 🙂
Καθίσαμε να φάμε σε ένα κουκλίστικο εστιατόριο, που αν θυμάμαι καλά το είχα ξαναδεί και το οποίο είδαμε αργότερα, ότι είχε στο βάθος κήπο! Ήταν όμορφα και παρεϊστικα, γι’ αυτό μάλλον κάτι παρέες στο κέντρο της αυλής, είχαν κέφι για πειράγματα και αστεία. 😉
Ήμουν ενθουσιασμένη που φαινόταν όλο και περισσότερο, ότι αυτή τη φορά η Αντίπαρος ήθελε να μας δείξει ένα καλύτερο πρόσωπο. Άμεση εξυπηρέτηση, ευγενικό νέο ηλικιακά προσωπικό, ενδιαφέρον κατάλογος, όμορφες λεπτομέρειες…μέχρι και το σουπλά τους φωτογράφισα! 🙂
Τα φαγητά που επιλέξαμε ελαφριά για να κολυμπήσουμε μια νορμάλ ώρα, όσο ερχόντουσαν, τόσο τα εξαφανίζαμε. Απόδειξη ότι τα 2 πρώτα μόνο φωτογράφισα η photomaniac. 🙂
Μοναδικό μειονέκτημα η ζέστη η οποία δεν πολυαντεχόταν μεσημεριάτικα. Η ευγένεια και το χαμόγελο όμως των υπεύθυνων του καταστήματος, μας έκανε να θέλουμε να κάτσουμε λίγο ακόμα.
Φεύγοντας, λίγο «κοτόπουλα» γίναμε, που περπατούσαμε φαγωμένοι τέτοια ώρα στο δρόμο της βουκαμβίλιας (έτσι βάφτισα το δρόμο της Αντιπάρου!), αλλά έπρεπε να χωνέψουμε.
Τα παιδιά μας ζητούσαν να τους αγοράσουμε τα πάντα (τι πρωτότυπο), εγώ χάζευα τα είδη σπιτιού και ό,τι trendy υπήρχε σε ρούχα και αξεσουάρ και ο Δημήτρης κουράστηκε. Με το δίκιο του. Η Δωροθέα ήθελε πλέον μόνο αγκαλιές.
Αποφασίσαμε λόγω περιορισμένου χρόνου, να μην επεκταθούμε στα ενδότερα του νησιού και αφού βγάλαμε κάποιες φωτογραφίες ακόμα, είπαμε να κατευθυνθούμε σε κάποια παραλία.
Είπαμε να ψάξουμε πιο μακρινές παραλίες, αντί να επισκεφθούμε αυτές που βρίσκονται κοντά στο λιμάνι. Δε θα το πιστέψεις, αλλά πάλι δε βρίσκαμε ωραία ή βολική με τα παιδιά παραλία. Τι οδηγούς με προτάσεις είχα διαβάσει, δε μας ήθελε βρε παιδί μου. 🙂 Έπαιζε ρόλο ότι δεν είχαμε άνεση χρόνου, αλλά για παράδειγμα στον Άη Γιώργη που διαβάσαμε ότι είναι ωραία, τελικά υπήρχαν 3 παραλίες και αυτή που κατεβήκαμε συμπτωματικά εμείς, ήταν το λιμανάκι, δεν ήταν ωραία να κάτσουμε για το ένα μοναδικό κολύμπι εκεί. Ήταν πολύ ωραία όμως, να τρώγαμε ψαράκι. Αλλά είχαμε φάει, ε; 🙂 Τελικά, γυρίσαμε ξανά προς το λιμάνι και καθίσαμε κάπου ανάμεσα σε Ψαραλυκή 1 και Ψαραλυκή 2, αν καταλάβαμε σωστά. Δεν ξέρω γιατί ακόμη και γι’αυτό δεν είμασταν σίγουροι. 🙂 Αν σκεφτείς ότι στα 17 χρόνια που είμαστε με τον Δημήτρη, είναι το μοναδικό μέρος που με τις παραλίες του μας ταλαιπωρεί… είναι λίγο περίεργο. 🙂 Τελικά, πιστεύω ότι το νησί μας κάνει καψώνια. Θέλει να μη μας τα δώσει όλα έτσι εύκολα. Θέλει να το ανακαλύψουμε σιγά σιγά.
Σημασία έχει ότι εμείς περάσαμε υπέροχα. Σε μια αμμουδιά με πεντακάθαρα νερά, απλώσαμε απογευματάκι πλέον τις πετσέτες μας, βγάλαμε τα παιχνίδια θαλάσσης και ανέμελα παίξαμε, πανηγυρίσαμε, κολυμπήσαμε. Είμασταν χαρούμενοι οι μεγάλοι, χαρούμενοι και οι μικροί.
Βγάλαμε το ζεύγος τη selfie μας, να έχουμε να θυμόμαστε. Ότι αυτή τη φορά, η Αντίπαρος μια αγκαλιά μας την έκανε. 🙂
Τον ρώτησα «Δημήτρη, θα ερχόσουν σε επόμενες διακοπές λίγες μέρες Αντίπαρο;». Το σκέφτηκε για λίγο, «Ίσως, δεν ξέρω». Αν ρωτάς εμένα παρεάκι, σίγουρα θέλω να ξαναπάω. Θέλω να το ρισκάρω και να πάω να μείνω λίγες μέρες. Νομίζω δεν έχω δει πολλά από τη χάρη της. Δεν έχω πάει στο κάστρο για παράδειγμα. Εκτός αν στο δρόμο για Σιφνέικο γιαλό, αυτά τα δρομάκια ήταν μέρος του κάστρου; Δεν είμαι βέβαιη. Θέλω να ξαναπάω, γιατί εμένα κάτι περίεργο με τραβάει εκεί. Μπορεί να μην περάσω τις καλύτερες διακοπές της ζωής μου στο νησί. Αλλά, γιατί πιστεύω ότι θα αξίζει τον κόπο;
I believe in you Antiparos! ♥ Έχεις κάτι από μαγεία ή μου φαίνεται; 😉
Θα πεις στους φίλους σου να μπουν να διαβάσουν αυτό το άρθρο; Sharing is magic!